Στο πρόσωπο του Άδωνη δεν μπορεί να διαβάσει κανείς τίποτα, καθώς καταφέρνει να παραμένει εντελώς ανέκφραστος όση ένταση κι αν υπάρχει στην ατμόσφαιρα, ακόμη κι αν την έχει προκαλέσει ο ίδιος, κάτι που συνήθως συμβαίνει.
Εξάλλου, το δικό του
όπλο είναι η αμίμητη -και εκνευριστική όπως έχει παραδεχτεί ο ίδιος- στριγκιά
φωνή του.
Αντιθέτως, ο κ.
Κασιδιάρης δείχνει μονίμως στα όρια της χειροδικίας: η στάση του σώματός του,
το ατρόμητο στέρνο και το ανοιχτό πουκάμισο, ο μόνιμος μορφασμός που εκφράζει
κάτι ανάμεσα σε ειρωνεία, απέχθεια και περιφρόνηση, ο τόνος της φωνής του που
αφήνει διαρκώς υπόνοιες ότι η οργή μέσα του μόλις και μετά βίας συγκρατείται
κ.λπ. Παρακολουθώντας κάποιος τις αντιπαραθέσεις Κασιδιάρη - Άδωνη τείνει να
υποθέσει πως ο πρώτος ευχαρίστως θα χρησιμοποιούσε τις γροθιές του για να
τονίσει τη δύναμη των επιχειρημάτων του.
Ωστόσο, στο υποθετικό
σενάριο ενός ξυλοδαρμού που από διαρκής απειλή θα γινόταν πράξη ο κ. Γεωργιάδης
πιθανότατα θα τις έτρωγε από τον ρωμαλέο κ. Κασιδιάρη, ίσως έπαιρνε όμως κάτι
που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί άριστα σε επίπεδο εντυπώσεων: ως θύμα της
Χρυσής Αυγής και του Ηλία Κασιδιάρη, ο εξαιρετικά επικοινωνιακός Άδωνις θα
ξεσήκωνε γενική κατακραυγή και θα έστρεφε τη βία πίσω στην πηγή της.
Και αυτό, βέβαια, θα
ήταν η άλλη όψη ενός λαϊκισμού, για τον οποίο ο κ. Γεωργιάδης κατηγορεί μονίμως
τον κ. Κασιδιάρη.
Διότι αν υπάρχει κάτι
κοινό ανάμεσα στους δυο τους -εκτός από τον φθόνο που για κάποιους μη προφανείς
λόγους τρέφει ο ένας για τον άλλον- είναι η έμφυτη ικανότητα που έχει ο καθένας
να επινοεί επιτόπου επιχειρήματα για να στηρίξει τις κραυγές του.
Ίσως λοιπόν η
λυσσαλέα κόντρα τους να οφείλεται εν μέρει σε μια υπόγεια συνειδητοποίηση ότι
τελικά, όσο κι αν μισούν αυτή την ιδέα περισσότερο απ’ όσο μισούν ο ένας τον
άλλον, ανάμεσά τους υπάρχουν ομοιότητες.