Κάπου χαμένος στο πλήθος
της πολύβουης πόλις βρίσκετε ένας νέος γύρο στα είκοσι, ένα πρόβλημα στο πόδι
τον έβγαλε Ι-5 με αποτέλεσμα να μη τον πάρουν φαντάρο.
Ο Στάθης - έτσι τον λένε
– είναι ένας άστεγος, παιδί που δε γνώρισε οικογένεια, πατέρα ποτέ, δεν έμαθε
ποιος ήταν, η μητέρα πέθανε πριν χρόνια από υπερβολική δόση, το περασμένο χρόνο
έφυγε και η γιαγιά, στα βαθειά γεράματα, έχασε και το σπιτάκι που έμενε στη Καλλιθέα.
Από τότε γυρίζει μονός
κάνει καμιά δουλεία του ποδαριού όταν βρει, και τρώει ότι βρει, όταν βρει.
Όταν δεν έχει τίποτα να
κάνει ονειρεύεται, κάθετε σε ένα πεζούλι ή παγκάκι, ταξιδεύοντας μη φανταστεί κάνεις
ότι θέλει καράβια κι αεροπλάνα, όχι.
Τα όνειρα του είναι στα
βουνά.
Τι ζητάει;
Ένα καλύβι και μερικά
προβατάκια, τσοπάνος θέλει να γίνει, μακριά απ’ τα θεριά του μνημονίου, μακριά
απ’ την απρόσωπη και έρημη πολιτεία.
Τον ρώτησα γιατί ρε Στάθη;
Τι γιατί – μου απάντησε
– βλέπεις εσύ μέλλον εδώ; Κι αν καταφέρω αυτό που ονειρεύομαι, θα έχω την ησυχία
μου κι ένα ποτήρι γάλα, τι άλλο θέλω, σας σιχάθηκα – είπε – κι έφυγε.
Στο κάλο ρε Στάθη,
στο καλό αγόρι μου, και μακάρι να σου βγει το όνειρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου