Η μαγκιά και το φιλότιμο “πλάθονται” αργά, παράλληλα με το χαρακτήρα του ανθρώπου και παίρνουν διαφορετική υφή και έκφραση ανάλογα με το κοινωνικό στάτους της κάθε εποχής.
Ξεκίνησαν σαν έννοιες που αναφέρονται κυρίως στον άντρα αλλά η Ελληνική
πραγματικότητα που δεν έχει μπούργκες ,ούτε και τίτλους ευγενείας στο κοινωνικό
ιστό της, παραδέχτηκε από πολύ νωρίς και γυναίκες – μαγκάκια που τα κατάφερναν
αξιοπρεπώς με τις δυσκολίες της ζωής τους.
Οπωσδήποτε ζούμε σε
καιρούς που η ιδέα αυτής της επιφανειακής μαγκιάς που φέρνει τα πάνω κάτω,
κυρίως σε ατομικό επίπεδο, πολύ γρήγορα, με τον τρόπο που κάποιος τραβάει ένα
τυχερό λαχνό, επισκιάζει την αληθινή έννοια αυτών των δύο ακρογωνιαίων λίθων
του ψυχισμού του Έλληνα.
Αν και η νεότερη
Ελλάδα χαρακτηρίζεται πολύ επιφανειακή σε ήθη και ιδέες και ο χαρακτηρισμός
«Νεοέλληνας» είναι βρισιά, αυτά τα δύο χαρακτηριστικά της νεότερης κοινωνικής
μας ζωής ,φαίνεται να διαφυλάχθηκαν σαν πολύτιμα πετράδια και να μεταδίδονται
στους επόμενους χωρίς να διδάσκονται επισήμως ,παρά μόνο δια της υποδείξεως
ατόμων που είναι μάγκες και απολαμβάνουν κάποιου σεβασμού από το περιβάλλον
τους, καθώς και το σπανιότερο γεγονός αυτή η μαγκιά τους να συνοδεύεται από την
αντίστοιχη δόση φιλότιμου.
Αν θελήσει κανείς να
συναντήσει αντίστοιχες έννοιες σε άλλες κοινωνίες δεν έχει παρά να συγκρίνει
τον μάγκα με τον βρετανό τζέντλεμαν, με τον ιάπωνα σαμουράι, τον Οθωμανό
δερβίση (αν και εδώ έχουμε αμιγείς θρησκευτικές ρίζες), τον γάλλο ευγενή
(τιτλούχο) και ομοίως και τον βορείου Ευρώπης ευγενή (γερμανό, αυστριακό
κ.λ.π.)
Το κύριο χαρακτηριστικό
όμως που καθιστά το μάγκα ανώτερο κατασκεύασμα όλων των προηγουμένων είναι ότι
σχεδόν όλοι αναπτύχθηκαν ως χαρακτήρες σε στρατιωτικό ή σε καθαρά θρησκευτικό
περιβάλλον, όπου οι ανάγκες των πολεμικών επιχειρήσεων και η ιεραρχία
απαιτούσαν κάποιο είδος πειθαρχίας, ευφυΐας, πίστης, επιμονής, αυτοπεποίθησης,
αντοχής όπως για παράδειγμα οι ιππότες του βασιλιά Αρθούρου από τους οποίους
προήλθε η έννοια του τζέντλεμαν. Αντιθέτως η έννοια του μάγκα προέκυψε στη χώρα
μας, σε καθημερινές συνθήκες κοινωνικής ζωής και φτώχειας, όπου εκ των
πραγμάτων είναι πολύ δύσκολο ν’ ανθίσει το λουλούδι της μαγκιάς και ως εκ
τούτου στην αγορά προσφέρονται προς βρώσιν αρκετοί ψευτόμαγκες. Εξ ου και η
έκφραση «Δεν μασάμε», όπερ σημαίνει ότι η «δήθεν μαγκιά» δεν έχει αντίκρισμα
στα μέρη μας.
Από τη στιγμή που
στην Ελλάδα καθιερώθηκε η έννοια της μαγκιάς αποτελεί πλέον ένα εργαλείο για να
κριθεί κάποιος κατά πόσο είναι σωστός με τον εαυτό του, τον κοινωνικό του
περίγυρο και τα έργα του. Όταν ο Έλληνας κρίνει κάποιο άτομο του αμέσου η του
ευρύτερου περιβάλλοντός του έχει στο μυαλό του τη σταθερή αξία της μαγκιάς και
όσων το μπόι φθάνει το ύψος της μαγκιάς περνάνε το τεστ (και είναι πολύ λίγοι)
οι υπόλοιποι -με τον τρόπο που σήμερα διαχωρίζονται με προηγμένα μηχανήματα τα
φρούτα – ταξινομούνται σε: ψευτόμαγκες, ψώνια, φρούτα, κολλημένοι, αφελείς,
πειραγμένοι, φευγάτοι, φυτά, βούρλα, Καραμήτροι και άλλες μικρότερες και άνευ
ενδιαφέροντος κατηγορίες.
Έφθασε η στιγμή όμως
να δώσουμε μία πρώτη προσέγγιση στην έννοια του μάγκα ώστε να είμαστε σε σωστό
δρόμο και φυσικά να μη παραμελήσουμε και το φιλότιμο.
Κατ’ αρχάς να πούμε
ότι από μόνη της η κάθε μία δεν έχει τη δύναμη που έχουν όταν υπάρχουν και οι
δύο μαζί στον ίδιο άνθρωπο. Η μαγκιά μόνη της θεωρείται έπαρση και το φιλότιμο
μόνο του θεωρείται δειλία. Όταν όμως ο μάγκας είναι και φιλότιμος τότε είναι ο
ιδανικός άντρας και φυσικά ο ιδανικός Έλληνας.
Αυτό ακριβώς ζητάνε
οι Έλληνες από τους πολιτικούς τους: να έχουν τη μαγκιά να κερδίσουν τις
εκλογές και να δείξουν το φιλότιμό τους στη διακυβέρνηση της χώρας.
Η μαγκιά είναι αστική
(με την έννοια του άστεως) μετεξέλιξη της – ξενέρωτης πλέον – «λεβεντιάς» που
αποτελούσε το υπαίθριο ιδανικό του Έλληνα προπολεμικώς. Ακριβώς εδώ πρέπει να
τονίσουμε ότι η «λεβεντιά» αναφέρεται στη σωματική ρώμη και στη νεαρή ηλικία
του ανδρός κυρίως, ενώ η μαγκιά είναι αμιγώς πνευματικό επίτευγμα και
ανεξάρτητο της ηλικίας του ανθρώπου.
Το φιλότιμο είναι κι
αυτό εξέλιξη της ανατολίτικης φιλευσπλαχνίας – χριστιανικού τύπου –
φιλτραρισμένο όμως από τις φοροαπαλλαγές της σύγχρονης φιλανθρωπίας. Το
φιλότιμο λειτουργεί πάντα διακριτικά και χάνει την αξία του όταν
δημοσιοποιείται. Υπάρχουν αναγνώστες που θα διαβάσουν αυτό το κείμενο μισό,
εξετάζοντας μόνο τα χαρακτηριστικά της μίας από τις δύο έννοιες με την οποία
πιστεύουν ότι ταυτίζονται περισσότερο, απορρίπτοντας την- εν είδει κράματος –
ισχυροποίηση της μίας από την συνύπαρξη της άλλης. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι
στις δύσβατες και ανηφορικές ατραπούς του βίου ,οι άνθρωποι υποχωρούν από τις
επιδιώξεις τους και τα όνειρά τους και τότε συχνά πείθουν τον εαυτό τους ότι η
αποτυχία τους οφείλεται στο υπερβολικό φιλότιμο του χαρακτήρα τους και ομοίως
άλλοι που έχοντας υπερβολική δύναμη στα χέρια τους αγνόησαν πρόσωπα και ιδέες
προκειμένου να συνεχίσουν τις επιδιώξεις τους, σιγοψιθυρίζοντας στον εαυτό
τους: «τελικά είμαι πολύ μάγκας».
H συνύπαρξη των δύο
εννοιών στις πράξεις του ανθρώπου, αποδίδουν το τελικό αποτέλεσμα που θυμίζει
αντίστοιχες πεποιθήσεις των αρχαίων Ελλήνων για την αρμονία και το μέτρο.
Κάπου εδώ
κινδυνεύουμε να δημιουργήσουμε μία αίσθηση ότι το φιλότιμο είναι διακοσμητικό
στοιχείο της μαγκιάς , ότι δηλαδή κάποιος «βαρύμαγκας», (με την καλή έννοια)
που έχει κατακτήσει δικαίως τον τίτλο, απαιτείται να έχει και λίγο φιλότιμο
ώστε να αποδεικνύει τις καλές του προθέσεις όσον αφορά τα κίνητρα της επιτυχίας
του. Το φιλότιμο είναι αυτή η διάθεση για αρμονική συνύπαρξη και αλληλοσεβασμό
με τους ανθρώπους γύρω σου ,χωρίς να υπάρχει απαραίτητα το στοιχείο της
προσφοράς ή της ανατολίτικης ελεημοσύνης. Το φιλότιμο αποδεικνύει τις καλές
προθέσεις του ατόμου προς το κοινωνικό του περίγυρο. Αυτό το αποτέλεσμα μπορεί
να προκύπτει από μια πνευματικότητα ή και από την εμπειρία και την
αυτοπεποίθηση που έχει το άτομο για τον εαυτό του και τη σχέση του με τους
άλλους. Φυσικά δεν γίνεται να παραλείψουμε και τις θρησκευτικές επιρροές που με
το ηθικό τους υπόβαθρο μπορούν να δώσουν μία ισχυρότερη βάση στο ψυχισμό
ανθρώπου ώστε πάνω της να αναπτυχθούν τόσο πολύτιμες ιδέες.
Τα άλλα στοιχεία του
φιλότιμου που είναι η ευθιξία και η διακριτικότητα δείχνουν ότι το άτομο
διαθέτει πράγματι τη διάθεση να λειτουργήσει με αυτό το καταλυτικό τρόπο που
τόσο ανάγκη έχουν οι κοινωνίες, χωρίς να περιμένει οποιοδήποτε αντάλλαγμα ή
επιβράβευση για τις πράξεις του ή να χρησιμοποιήσει για ιδιοτελείς σκοπούς την
οιαδήποτε προσφορά του. Κάτω από τις συνθήκες του ανταγωνισμού που υπάρχουν σε
κάθε κοινωνικό μοντέλο, το φιλότιμο δέχεται ισχυρά χτυπήματα και οι άνθρωποι με
φιλότιμο κινδυνεύουν αν πάσα στιγμή να χαρακτηριστούν κορόιδα, θύματα και
μάλιστα να τύχουν και ως αντικείμενα εκμετάλλευσης όταν οι άλλοι καταλάβουν τις
καλές τους προθέσεις.
Εδώ η διακριτικότητα
έρχεται να προφυλάξει τον φιλότιμο άνθρωπο από τέτοιες παγίδες αφού δεν
φαίνεται η προέλευση και η διαδικασία της εκάστοτε προσφοράς. Όμως τελικά πίσω
από αυτή τη πράγματι ευγενική πράξη προσφοράς κρύβεται μία διαρκής μοναξιά του
ανθρώπου που ασκεί τη φιλοτιμία. Μπορεί όμως κανείς να είναι μόνο φιλότιμος;
Φαίνεται ότι η επίμονη άσκηση σε τόσο λεπτές πτυχές της ανώτερης σφαίρας της
διάνοιας καταφέρνει να δώσει στο άτομο- που θέλει να μη χάσει το φιλότιμό του –
τη μαγκιά για να πετύχει εν τέλει αυτό του το στόχο. Όλα αυτά τα στοιχεία
έρχονται να σκιαγραφήσουν καλύτερα την έννοια του φιλότιμου ώστε να μη πέφτουμε
στη παγίδα να θεωρούμε το φιλότιμο ως συγκαλυμμένη δουλοπρέπεια.
Οι εποχές που έρχονται είναι αντιφατικές, η
νομισματική ένωση με τα «πνευματικά μας αδέρφια» τους ευρωπαίους φαίνεται να
έχει και πολύ κακές ή και καλές προθέσεις απορρόφησής μας από το σύστημά τους.
Όμως η μαγκιά και το φιλότιμο ακολουθούν τον έλληνα μέχρι την άκρη του κόσμου.
Είναι και τα δύο το διαβατήριο που αποδεικνύει την καταγωγή του.
Συμπερασματικά μη
ξεχνάτε ότι η μαγκιά κρύβει μέσα της περισσότερο ευφυία και λιγότερο δύναμη, η
δύναμη είναι απόρροια της μαγκιάς και πρέπει να διαχειρίζεται με φιλότιμο, το
οποίο φιλότιμο δεν είναι απλώς το κερασάκι στη τούρτα της μαγκιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου