Ο πρώην υπουργός αλλάζοντας την τακτική που είχε ακολουθήσει κατά την δημόσια παρέμβασή του σε δελτίο ειδήσεων κατά την οποία κατηγορούσε γα διαφθορά το ΣΔΟΕ προκειμένου να δικαιολογήσει την ενέργειά του να μην παραδώσει το σύνολο της λίστας στον τότε επικεφαλής της οικονομικής υπηρεσίας.
Είπε λοιπόν ο κ. Παπακωνσταντίνου
σήμερα ότι «κρίνοντας από τα μηδενικά αποτελέσματα των ελέγχων για την λίστα
του Λιχτενστάιν αποφάσισα να μην παραδώσω όλη την λίστα στο ΣΔΟΕ» . Πέραν αυτών
ο κ. Παπακωνσταντίνου διάψευσε τους πρώην επικεφαλής του ΣΔΟΕ Γιάννη Καπελέρη
και Γιάννη Διώτη λέγοντας ότι τους έδωσε εντολή για έρευνα.
«Αρχές καλοκαιριού 2010 πληροφορήθηκα από τότε
διοικητή της ΕΥΠ ότι σε συνομιλία που είχε με τον γάλλο ομόλογό του έγινε
αναφορά για στοιχεία καταθετών σε ελβετική τράπεζα μεταξύ των οποίων και
ελλήνων και πως η γαλλική πλευρά θα ήταν διατεθειμένη να παραδώσει υλικό με
συνεννόηση αρμόδιων υπουργών.
Σε συνάντηση μου με
την κυρία Λαγκάρντ αποφασίσαμε να γίνει η παραλαβή των στοιχείων με την
προϋπόθεση της διακριτικότητας.
Τον Οκτώβριο του 2010
παραδόθηκε δια της επίσημης διπλωματικής οδού το υλικό χωρίς διαβιβαστικό αλλά
με σημείωμα ενός γάλλου διπλωμάτη.
Σε κάθε αρχείο
περιλαμβανόταν στοιχεία για κάθε ένα από τα 2.000 φυσικά πρόσωπα έως το 2007.
Ζήτησα συνολική εικόνα.
Σε περισσότερα από τα
μισά πρόσωπα δεν υπήρχαν αποτυπωμένες καταθέσεις σε συγκεκριμένη χρονική
περίοδο. Τα
α υπόλοιπα ποσά ήταν
ελαφρώς πάνω από τα 2 δις δολάρια.
Το μεγαλύτερο μέρος
των χρημάτων συγκεντρώνονταν σε λίγα ονόματα όπως ένα γυναικείο όνομα με
καταθέσεις 550 εκατομμυρίων δολαρίων».
Και συνέχισε «Λίγο
αργότερα κάλεσα στο γραφείο μου τον Ειδικό Γραμματέα του ΣΔΟΕ κ. Γ. Καπελέρη
και τον ενημέρωσα ότι είχαν περιέλθει στα χέρια μας από ξένη χώρα στοιχεία για
Έλληνες καταθέτες σε Ελβετική τράπεζα.
Του έδωσα περί τα 20
ονόματα και του ζήτησα να διερευνήσει το οικονομικό τους προφίλ και κατά πόσον
δικαιολογούσαν παρόμοιες καταθέσεις.
Τα ονόματα αυτά
αφορούσαν τις μεγάλου ύψους καταθέσεις, και το σύνολο των σχετικών καταθέσεων
αφορούσε περίπου στο μισό του κατά προσέγγιση υπολογιζόμενου συνόλου.
Η έρευνα είχε ως
στόχο να διερευνήσει τη φερεγγυότητα της πληροφορίας στα αρχεία αλλά και τη
δυνατότητα του ΣΔΟΕ να προχωρήσει με εμπιστευτικό τρόπο στη διερεύνηση
παρόμοιων σύνθετων πληροφοριών, χωρίς να γίνει δημοσιοποίηση των στοιχείων
αυτών Ο κ. Καπελέρης διεξήγαγε σχετική έρευνα και στη συνέχεια με ενημέρωσε
λίγο αργότερα ότι από τα πρώτα στοιχεία που είχε συλλέξει προέκυπτε ότι
παρόμοιου ύψους καταθέσεις δεν μπορούσαν να δικαιολογηθούν από το οικονομικό
προφίλ (δηλώσεις εισοδήματος, ακίνητα, κλπ.) των συγκεκριμένων ατόμων.
Με βάση τα πρώτα αυτά
στοιχεία, ήταν σαφής η ανάγκη για τη συνέχιση της έρευνας από τον ΣΔΟΕ και των
σχετικών ελέγχων, κάτι το οποίο και ζήτησα, στο πλαίσιο βεβαίως των δυσκολιών
που δημιουργούσε η φύση των στοιχείων.
Εξάλλου αποτελεί
υποχρέωση του ΣΔΟΕ από το συστατικό του νόμο η διερεύνηση κάθε πληροφορίας που
έρχεται στα χέρια του, ακόμα και από ανώνυμες πηγές, για να διαπιστωθεί αν
υπάρχει φοροδιαφυγή».
Επιχείρησε δε να δείξει
ότι ο «έλεγχος προφίλ» είναι μια εις βάθος έρευνα και όχι μια επιφανειακή
διαδικασία όπως τουλάχιστον εξήγησαν οι 2 επικεφαλείς του ΣΔΟΕ.
Επιπροσθέτως, είπε
ότι σε σύσκεψη που έγινε στο γραφείο του στο τέλος Ιανουαρίου 2011 με τους κ.κ.
Πλασκοβίτη Καπελέρη ο νομικό του σύμβουλος « ήταν κατηγορηματικός ότι ενώ οι
πληροφορίες από μόνες τους δεν δικαιολογούσαν το δικαίωμα των Ελληνικών Αρχών
να ζητήσουν δικαστική συνδρομή από τις Ελβετικές Αρχές ούτε μπορούσαν από μόνες
τους να αποτελέσουν τη βάση για καταλογισμό φόρου ή για βεβαίωση φορολογικής
παράβασης, μπορούσαν και έπρεπε να αποτελέσουν βάση φορολογικού ελέγχου
(δηλώσεις, περιουσιακά στοιχεία, εμβάσματα στο εξωτερικό) με ταυτόχρονη
διαφύλαξη του απορρήτου της πληροφορίας» και υποστήριξε «Το ΣΔΟΕ ήταν συνεπώς
επιβεβλημένο να ελέγξει αυτού του είδους τις πληροφορίες και μέσω της
διασταύρωσης εισοδημάτων /περιουσίας να εντοπίσει φορολογικές παραβάσεις.
Αποφασίστηκε αφενός ο
κ. Πλασκοβίτης να αναλάβει τις διαπραγματεύσεις με τις Ελβετικές αρχές για σύναψη
συμφωνίας, και αφετέρου να γίνει κάθε δυνατή χρήση της υπάρχουσας πληροφορίας,
όπως των συγκεκριμένων ονομάτων, και έδωσα εντολές σε αυτήν την κατεύθυνση».
Πέραν αυτών
επιχείρησε να δικαιολογήσει την ενέργειά του να μην παραδώσει το σύνολο του υλικού
στο ΣΔΟΕ λέγοντας «Γιατί μέχρι τότε δεν είχα δει αποτελέσματα από τα στοιχεία
του Λιχτενστάιν που τους είχαν παραδοθεί πολύ νωρίτερα, οι δε προβληματισμοί
που διατυπώνονταν μου έδιναν την αίσθηση ότι υπήρχε μία «δυσκολία» στην
διερεύνηση τέτοιων υποθέσεων από τις Υπηρεσίες και περίμενα τα πρώτα
αποτελέσματα που άλλωστε ήταν και για τα μεγαλύτερα υπόλοιπα».
Πέραν όμως τις
ευθύνες που επιχείρησε να μεταφέρει στον κ. Καπελέρη, το ίδιο έκανε και με τον
κ. Διώτη λέγοντας «Τον Μάρτιο του 2011 ο κ. Καπελέρης αντικατέστησε τον μέχρι
τότε ΓΓ Φορολογίας κ. Γεωργακόπουλο, και τον Μάιο επελέγη ως Ειδικός Γραμματέας
του ΣΔΟΕ ο τ. εισαγγελέας κ. Διώτης.
Τον Ιούνιο του 2011
σε συνεργασία με τον κ. Διώτη συζητήσαμε τα στοιχεία που είχαμε λάβει από τη
Γαλλία σχετικά με καταθέσεις Ελλήνων σε Ελβετική τράπεζα.
Του απέστειλα τα
πλήρη στοιχεία, ώστε να συνεχιστεί πλέον ο έλεγχος για όλα τα φυσικά και νομικά
πρόσωπα.
Με τον τρόπο αυτό
μετά την μετακίνηση μου με τον ανασχηματισμό τα στοιχεία παρέμειναν στην
αρμόδια υπηρεσία.
Παρέδωσα συνεπώς όλα
τα ηλεκτρονικά στοιχεία στον νέο Ειδικό Γραμματέα του ΣΔΟΕ για να συνεχιστεί η
έρευνα και ο έλεγχος στο πλαίσιο της επιχειρησιακής αυτονομίας που έχει το ΣΔΟΕ
και πρέπει να διαφυλάττει απέναντι σε κάθε πολιτική ηγεσία.
Να θυμίσω ότι την
περίοδο εκείνη είχε ήδη οριστεί και ο Οικονομικός Εισαγγελέας στον οποίο θα
μπορούσε να απευθυνθεί το ΣΔΟΕ για βοήθεια αν υπήρχε οποιοδήποτε κώλυμα στις
έρευνές του».
Τέλος ο πρώην
υπουργός εξήγησε ότι «ουδέποτε όσο ήμουν Υπουργός Οικονομικών δεν μου αναφέρθηκε
ή παρουσιάστηκε λίστα με πολιτικά πρόσωπα.
Οι όποιες έρευνες για
πολιτικά πρόσωπα γινόντουσαν από το ΣΔΟΕ ήταν αποτέλεσμα εισαγγελικής
παραγγελίας και άρα δεν είχε εικόνα ο Υπουργός.
Γενικότερα, ουδέποτε
ζήτησα να πληροφορηθώ – πόσο μάλλον να καθοδηγήσω – φορολογική έρευνα για
συγκεκριμένα πρόσωπα. Πίστεψα και πιστεύω σην επιχειρησιακή αυτοτέλεια του
ΣΔΟΕ, την οποία και ενίσχυσα με διατάξεις στη Βουλή.
Το ΣΔΟΕ δεν πρέπει να
περιμένει πολιτικές εντολές για να κάνει ή να μην κάνει έλεγχο.
Στη συζήτηση για τις
«λίστες», εμπλέκονται πολλά διαφορετικά πράγματα.
Πέρα από τις
υποτιθέμενες λίστες πολιτικών, υπάρχει η λίστα με 1700 φορολογούμενους μεγάλης
περιουσίας (η οποία αναφέρεται και στο μνημόνιο), η λίστα Λιχνενστάϊν, η λίστα
των μεγάλων οφειλετών του Δημοσίου, η λίστα με τους κατόχους ακινήτων στο
Λονδίνο, το πρόσφατο CD Λουξεμβούργου και βέβαια η πιο σημαντική, η λίστα από
την Τράπεζα της Ελλάδος με όσους έκαναν εμβάσματα στο εξωτερικό την περίοδο
2009-11 και η οποία προέκυψε από την αρχική άρση του τραπεζικού απορρήτου στον
ν. 3842 του 2010 επί δικής μου Υπουργίας και η οποία ενισχύθηκε σε νόμο του κ.
Βενιζέλου. Όλες πρέπει να αξιοποιηθούν, με ταχύτητα αλλά και νηφαλιότητα και
σεβασμό στο νόμο.
Μου είναι απολύτως
κατανοητό ότι στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο η ευαισθησία γύρω από τα
ζητήματα αυτά είναι ιδιαίτερα αυξημένη.
Και θεωρώ και εγώ πως
όσον αφορά στα στοιχεία από τη Γαλλία (αν και πολύ λιγότερο χρήσιμα από τα
στοιχεία με τους 54.000 καταθέτες που έβγαλαν 22 δις στο εξωτερικό την περίοδο
2009-11) έπρεπε ήδη να είχαν αξιοποιηθεί από την αρμόδια υπηρεσία, το ΣΔΟΕ στο
πλαίσιο της διερεύνησης για την τέλεση αδικημάτων φοροδιαφυγής.
Αν και δεν μπορούσαν
απαραίτητα λόγω της φύσης τους να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό στοιχείο σε
δικαστήριο, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο έρευνας και ελέγχου, όπως
έκαναν και άλλες χώρες. Υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο, αλλά απαιτείται η βούληση
και δυστυχώς η βούληση αυτή δεν είναι μόνο πολιτική – όπως όλοι λένε – αλλά
κυρίως είναι υπηρεσιακή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου